ολιγοχειρία

ολιγοχειρία
ὀλιγοχειρία, ἡ (Α)
έλλειψη εργατικών χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -χειρία (< -χειρ < χείρ «χέρι»), πρβλ. αυτο-χειρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”